- σαρκολιπής
- σαρκο-λῐπής, ές,A forsaken by flesh,
πλευρά AP7.383
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλευρά AP7.383
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκολιπής — ές, Α (ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο λιπής, ψυχο λιπής] … Dictionary of Greek
σαρκολιπῆ — σαρκολιπής forsaken by flesh neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαρκολιπής forsaken by flesh masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαρκολιπής forsaken by flesh masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλιπής — ἐπιλιπής, ές (Α) ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * λιπής (< λείπω) (πρβλ. ελλιπής, σαρκολιπής)] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek